- αβαράρω
- και αβαρέρνω και αβαραρίζω1. καθελκύω πλοίο2. απομακρύνω βάρκα ή άλλο μικρό πλεούμενο από κάπου με τα χέρια, τα κουπιά ή γάντζο3. απομακρύνω κάτι από κοντά μου, αποφεύγω τον κίνδυνο, αποκρούω, αμύνομαι4. (η προστ. ως ναυτικός όρος) αβάρα! α) απομάκρυνεβ) (ως επίρρ.) μακριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. varare (= καθελκύω πλοίο), με α- (προθετ.), που δημιουργήθηκε από συνεκφορά με το να ή θα, όπως να βαράρω - ν’ αβαράρω. Η προστ. αβάρα < ιταλ. vara, προσι. τού varare.ΠΑΡ. αβαράρισμα].
Dictionary of Greek. 2013.